- σφάκτρον
- τὸ, Αφόρος που πλήρωναν οι θύτες («τὸ σφάκτρον τέλους ὄνομα ἦν ἐπὶ τοῡ καταβαλλομένου ὑπὲρ τῶν θυομένων οὕτως ἐπονομασθέν», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. σφάζω + επίθημα -τρον (πρβλ. πλῆκ-τρον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφάκτρον — tax paid for victims neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)